hysteria$37132$ - ορισμός. Τι είναι το hysteria$37132$
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι hysteria$37132$ - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Hysteric; Hysteria (album); Hysteria (song); Hysteria (film)

Female hysteria         
  • Female patient with sleep hysteria
  •  s2cid = 37252994 }}</ref>
  • 1860}})
OUTDATED DIAGNOSIS FOR PATIENTS WITH MULTIPLE SYMPTOMS OF A NEUROLOGICAL CONDITION
Hysteria fœminina; Feminine hysteria
Female hysteria was once a common medical diagnosis for women, which was described as exhibiting a wide array of symptoms, including anxiety, shortness of breath, fainting, nervousness, sexual desire, insomnia, fluid retention, heaviness in the abdomen, irritability, loss of appetite for food or sex, (paradoxically) sexually forward behaviour, and a "tendency to cause trouble for others". It is no longer recognized by medical authorities as a medical disorder.
hysteric         
a.; (also hysterical)
1.
Spasmodic.
2.
Affected with hysterics.
hysteric         
¦ noun
1. (hysterics) informal wildly emotional behaviour.
uncontrollable laughter.
2. a person suffering from hysteria.
¦ adjective another term for hysterical.
Origin
C17: via L. from Gk husterikos 'of the womb', from hustera 'womb' (hysteria being thought to be assoc. with the womb).

Βικιπαίδεια

Hysteria (disambiguation)

Hysteria used colloquially means ungovernable emotional excess and can refer to a temporary state of mind or emotion.

Hysteria or Histeria may also refer to: